Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

ΑΤΑΚΤΩΣ ΕΙΡΗΜΕΝΑ.... ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ 11--- ΣΕ ΚΑΘΕ ΤΟΠΟ ΕΝΑΣ ΠΑΛΑΒΟΣ, ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΕΝΑ ΤΣΟΥΡΜΟ

  ΑΤΑΚΤΩΣ ΕΙΡΗΜΕΝΑ....   ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ 11 --- ΣΕ ΚΑΘΕ ΤΟΠΟ ΕΝΑΣ  ΠΑΛΑΒΟΣ, ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΕΝΑ ΤΣΟΥΡΜΟ


Μεγάλωσα και ανδρώθηκα στην Αθήνα σε μια συνοικία που συνεχώς αναπτύσσονταν, την Δάφνη και συγκεκριμένα την Άνω Δάφνη, περισσότερο γνωστή σαν Κατσιπόδι, σε μια εποχή που ούτε τηλεόραση υπήρχε, ούτε οι άπειροι ραδιοφωνικοί σταθμοί. Τότε που δειλά δειλά είχαν αρχίσει να ξεπετιούνται οι ραδιοερασιτέχνες  με τις καψουροτραγουδάρες τους, για να μας γεμίζουν τις ώρες που ίσως να βρισκόμασταν στο σπίτι. Είχαμε όμως κάτι πολύτιμο. Τις αλάνες!!! 

Δύσκολες εποχές αλλά όταν θες όλα τα δύσκολα χάνονται ως δια μαγείας με τη παρέα, τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη. 

Έτσι μάθαμε να προστατεύουμε τον εαυτό μας, αντράκια ακόμα του δημοτικού και κατά κάποιο τρόπο οργανωμένα στις γειτονιές μας. 

Ναι, και μάλιστα είχαμε αναγάγει σε ιερό καθήκον τη προστασία του θηλυκού μέρους της παρέας, με αποτέλεσμα τιτανομαχίες με πετροπόλεμο και σπασμένα κεφάλια στα άτυχα θύματα της συμπλοκής. 

Όχι, δεν ήταν χουλιγκανισμός, ήταν το πιστεύω μιας δύσκολης εποχής, μιας εποχής που ακόμα και το σαλτάρισμα του μυαλού... ήταν κάτι σαν τη γρίπη!! 

Χωρίς καμία προστασία, εκτός από τραγικές περιπτώσεις που τους μπουζούριαζαν στο πάντοτε υπερπλήρες "Δαφνί". Όλοι οι άλλοι αποτελούσαν γραφικούς τύπους της περιοχής.

Πρώτη και καλύτερη η Τρελοδέσποινα! Χειμώνα- καλοκαίρι πάντα με παντόφλες και την ίδια ρόμπα. Ποιος ξέρει ποια τη γάζωσε λέγοντας της ότι είναι η βασίλισσα Φρειδερίκη και με μια βασιλική άνεση της είπε ότι της χαρίζει τα όλα σπίτια που βρίσκονται στην μια πλευρά του δρόμου. Έλα όμως που έβαλε σε κακό μπελά τους νοικοκυραίους αυτής της πλευράς! Καθημερινές οι απαιτήσεις για ενοίκιο και απειλές εξώσεων αν δεν τη πληρώνουν μια και η βασίλισσα είχε καθαρίσει γι' αυτήν.

Τη λύση τη βρήκε η πιτσιρικαρία. 

Όταν αποκαμωμένη από τούς καβγάδες και το συνεχές σουλάτσο κάθονταν σε κανένα σκαλί και αποκοιμόνταν πάντα βρίσκονταν κάποιος διαολεμένος πιτσιρικάς να της βουτήξει τη παντόφλα και να το βάλει στα πόδια. 

Και τότε άρχιζε το κυνήγι. Η παντόφλα να αλλάζει συνεχώς χέρια στα ακούραστα πιτσιρίκια και μια ασθμένουσα Τρελοδέσποινα 100 τουλάχιστον κιλών στο κατόπι τους. Αφού λέγανε και το τραγουδάκι που είχανε σκαρώσει για τη περίπτωση: "Τρελοδέσποινα τη παντόφλα σου την πούλησα κάτω στο Φάληρο για ένα τάλιρο" ώσπου στο τέλος άφηναν τη παντόφλα σε ένα σκαλάκι και εξαφανίζονταν όλοι ως δια μαγείας.

Το τι έγινε αυτή η γυναίκα κανείς δεν έμαθε. Χάθηκε ξαφνικά, όπως ξαφνικά είχε έρθει!

Ένας άλλος τύπος της γειτονιάς ήταν η Ελενάρα. Ιδιοκτήτρια ενός τεράστιου οικοπέδου που περιμετρικά είχε κτισμένα καμαράκια ομαδοποιημένα με κοινόχρηστες κουζίνες και τουαλέτες και στη μόστρα η αφεντομουτσουνάρα της με το καρβουνιάρικο! Ολόκληρη ξαπλωμένη πολυκατοικία!!

Η Ελενάρα ήταν γύρω στα 120 κιλά με γυαλιά σαν πατομπούκαλα, γι αυτό και πολλοί την έλεγαν και γκαβή. Βλέπεις την εποχή εκείνη η λεπτότητα ήταν είδος πολυτελείας και ένα τυχαίο χαρακτηριστικό αντικαθιστούσε το όνομα. Για παράδειγμα μια κοπέλα της παρέας μας που ζούσε στη μάντρα, επειδή ο πατέρας της ήταν ψαράς της έμεινε η Άννα η Ψαρού, ο άλλος επειδή έβριζε του'χε μείνει Μίμης ο Προστυχέ, άλλος του'μεινε κουρέας από το επάγγελμα του πατέρα του, άλλος Κουκάκι γιατί ο αδερφός του ήταν ο Κόκος και πάμε παραπέρα ο Τάκης ο Βράκας, ο Μπέμπης ο Μπίγλης, Τζίμης ο Σωλήνας και θα χρειάζονταν ένα κάρο χρόνος να αναφέρω όλα τα παρατσούκλια.

Αλλά το Θέμα μας είναι η Ελενάρα. Γύρω στα 60 με  ρούχα λιγδιάρικα και δυο τεράστια βυζιά που είχαν τη χρήση θησαυροφυλακίου, μια και εκεί φύλαγε το μπεζαχτά για τη καθημερινή χρήση. 

Όλοι λέγαν ότι πρέπει να είχε πολλά λεφτά. Όλο και μάζευε.

Ήταν και ένας τυπάκος της κακιάς ώρας, εισπρακτοράκος στα λεωφορεία που νόμιζε ότι με τη γοητεία και τα νιάτα του, θα έπιανε τη καλή. Έφυγε από τα λεωφορεία, νομίζοντας πως βρήκε την ευκαιρία να γίνει αφεντικό και πλούσιος.

Την έπεσε λοιπόν στην Ελενάρα τη γκαβή που ανταποκρίθηκε στον έρωτά του και σύντομα πέρασαν με κάθε μυστικότητα τα σκαλιά της εκκλησίας γλυτώνοντας το σχετικό χαβαλέ και το γιουχάρισμα που θα έπεφτε.

Δε θα το σχολίαζα, αλλά έτυχε να πέσω σε μία άκρως ερωτική σκηνή του ζευγαριού.

Αυτός λεπτός σπαθάτος σχεδόν ατσαλάκωτος γύρω στα 35 και αυτή στη λίγδα της με τα πατομπούκαλα για γυαλιά, βάζοντας στο κόρφο της εκείνη τη στιγμή ένα καταβρώμικο μαντήλι δεμένο κόμπους με το προϊόν κάποιας συναλλαγής. 

Και ακούστηκε η εξής συνομιλία!

-Ρε Ελένη, Δώσε μου και μένα να πάρω τσιγάρα! Δυο μέρες έχω να καπνίσω. 

Για να πάρει την απάντηση

-Τι λες ρε μαλάκα, πάρε το καρότσι και τράβα να φορτώσεις το κάρβουνο

Αλλά δεν ήταν μόνο η αγριοφωνάρα της αλλά και μια απότομη σπρωξιά που έστειλε το άτυχο ειπρακτοράκι να σωριαστεί μέσ' το καρότσι κακήν κακώς. Με τα πολλά κατάφερε να σηκωθεί και εξαφανίστηκε σε χρόνο μηδέν με το καρότσι.

Δε ξέρω αλλά σε λίγο καιρό εξαφανίστηκε κι αυτός. Βλέποντας ότι δεν επρόκειτο να κάνει προκοπή με την Ελενάρα την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια!!!

Μέχρι τα 16 μου που έφυγα από τη γειτονιά η Ελενάρα ζούσε και βασίλευε χωρίς κυριολεκτικά να έχει αλλάξει τίποτα επάνω της.

Βέβαια η παρέλαση στη γειτονιά ήταν συνεχής. Από τον Τελάκη που γυναικόφερνε ως το πασίγνωστο Βάγγο. 

Ο Τελάκης, Στέλιος το επίσημο, έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας διάφορες δουλειές, κάτι σαν υπηρέτης γενικής χρήσης με ειδικότητα στη μπουγάδα και τότε ήταν η εποχή που η σκάφη πήγαινε σύννεφο.

 Ατραξιόν για τα πιτσιρίκια η εμφάνισή του και η απορία αν πλένει καλά τα βρακιά της κυρά Λιόκας. Αρκετά θηλυπρεπής, με χαρακτηριστικό τρόπο έκφρασης, ( και να δεις που όλοι οι όμοιοί του, είχαν και έχουν τον ίδιο τρόπο έκφρασης λες και βγάλαν κάποια σχολή) 

Έτσι λοιπόν, με μια χαρακτηριστική ελιά στο μάγουλο, πάντα ο στόχος στα ληγούρια της περιοχής που τον είχαν σαν εύκολη λύση στις ορμές τους, έναντι πενηχρού  ανταλλάγματος . 

Σε αντίθεση ο Βάγγος, λιγδιάρης, πάντα με τα ίδια ρούχα γυρνούσε όλες τις περιοχές και όποιον έβλεπε, με τη χαρακτηριστική κίνηση του μεσαίου δακτύλου του φώναζε " έσπασες μάγκα, έσπασες" και συνέχιζε τη παράστασή του με ένα κρεσέντο σε όλες τις αποχρώσεις " γ@μι....σαι..... γα...." μέχρι να τον κυνηγήσουν με κανένα σκουπόξυλο.

Και το κλου της αφήγησης μου είναι ο Γιάννης ο Βόϊδης, που το μουγκανητό του ακουγόνταν για χιλιόμετρα. 

Όλη μέρα έτρεχε με ένα καρότσι, τις πιο πολλές φορές γεμάτο πιτσιρίκια που τα έκανε τσάρκα από την πλατεία Καλογήρων ως το Κεντρικό δρόμο που περνούσε το τοπικό λεωφορείο της Άνω Δάφνης, στη στάση Νιάρχου.

Ήρθε λοιπόν το χαρτί στο Γιάννη μας για στράτευση, παρουσιάστηκε και στο κλασικό ερώτημα τι ξέρεις να κάνεις, απάντησε ειλικρινέστατα "το βόδι" 

Όλοι πήραν την απάντησή του σαν καλαμπούρι, αλλά όταν το βράδυ πέσαν τα φανταράκια κατάκοπα για ύπνο, τον έπιασε ο οίστρος με μουγκρητά που αλάφιασαν όχι μόνο το θάλαμο, αλλά ολόκληρο το στρατόπεδο.

Σε κάνα δυο βδομάδες ή περισσότερο τον είχαν αποστρατεύσει. Φάνηκε για λίγο στα παλιά του στέκια, ώσπου κάποιοι τον μάζεψαν για θεραπεία στο Δαφνί. Από κει και πέρα χάθηκαν τα ίχνη του.

Αυτά για σήμερα. Κάποια άλλη φορά θα σας περιγράψω πολλά και ποικίλα ευτράπελα από την ιστορική γειτονιά των παιδικών μου χρόνων!!

Αργύρης Χατζηκυπραίος