ΑΤΑΚΤΩΣ ΕΙΡΗΜΕΝΑ... ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ 2
Ο ΣΥΝΑΓΕΡΜΌΣ
καρυδιές και πλατάνια οριοθετούν το κτήμα. |
Θα σας πω μια ιστορία που έζησα και όχι μόνο με παραξένεψε αλλά και με ευαισθητοποίησε πολύ απέναντι στα ζώα. Βλέπεις σαν άνθρωπος της πόλης τα χούγια των ζώων μου ήταν από εντελώς άγνωστα ως απόμακρα.
Μετά από μια χαλαρή μέρα στην επαρχία, κάπου στην Αργολίδα, σε ένα μέρος που συνδύαζε επαγγελματική έδρα και σπίτι με έξη στρέμματα κτήμα από τη πίσω μεριά με καρυδιές , καλαμιές και ένα ποταμάκι που οριοθετούσε τη περιοχή που από μόνο του υποδηλώνει ένα παράδεισο για κάθε λογής ζωντανό πλάσμα. Το πώς μαζεύτηκαν εκεί τόσα γατιά δεν είναι και τίποτα παράξενο, αφού εκτός από το φυσικό κυνήγι που προσφερόνταν για τα συμπαθή αιλουροειδή, που είχαν εξαφανίσει από αρουραίους μέχρι σαύρες υπήρχε και η φιλοζωία της διεύθυνσης που πρόσφερε γάλα και γατοτροφή.
Μετά λοιπόν από το σχετικό φαγοπότι, έφτασε και η ώρα κλεισίματος του μαγαζιού και η προετοιμασία για το βραδινό ύπνο. Μπροστά ήταν το μαγαζί με τη πρόσοψη - τζαμαρία που είχε και ένα σημείο που δεν μπορούσε κάποιος να φτάσει χωρίς να διαλύσει τα πάντα.Τα δύο σκυλιά περιορίστηκαν στο χώρο τους, γιατί το βράδυ αγρίευαν και ήταν πολύ επιθετικά σε άγνωστους, μη φάνε και κανένα κατά λάθος και άντε να βρεις άκρη.
Η Λίζα ήταν ένα καθαρόαιμο λαμπραντόρ και ο γιός της ο Λέων διασταύρωση με ποιμενικό.
Στο τέλος σβήσανε τα φώτα, αφού πρώτα ελέγχθηκε ο χώρος για κανένα γατάκι που αν και τους απαγορεύονταν η είσοδος, όλο ξέφευγε κανένα και κρύβονταν με την ελπίδα να του δώσουμε κανένα Extra μεζέ.
Ανάψαμε λοιπόν τα φώτα ασφαλείας και κλείνοντας την πόρτα, ενεργοποιήσαμε το διζωνικό συναγερμό προστατεύοντας το μαγαζί από κάθε επιβουλή , που ήταν κατ' ευθείαν σε σύνδεση με την υπηρεσία security και την ασφάλεια στο Άργος.
Αυτό όμως είχε και ένα , ας πούμε, μειονέκτημα. Κάθε λάθος κίνηση ενεργοποιούσε το σύστημα, που, εκτός από το κωδικό ανάκλησης, απαιτούσε τηλέφωνο για αναφορά λάθους σχετικό pin και γενικά ένας σχετικός αναπόφευκτος χαμός!
Μετά από λίγες μπούρδες της τηλεόρασης, ήρθε ο γλυκός ύπνος, που έτσι από ένστικτο, πάντα ήταν ελαφρύς.
Αυτό που με πέταγε από το κρεβάτι, πάντα, ήταν ένας θόρυβος εκτός των συνηθισμένων του σπιτιού. Έτσι και τώρα πετάχτηκα από ένα νιαούρισμα. Επαναλήφθηκε και σηκώθηκα. Ακολουθώντας το έφτασα στη συρόμενη πόρτα που χώριζε το μαγαζί από το σπίτι. Κοίταξα από τη χαραματιά που άφηνε η πόρτα που επίτηδες δεν την κλείναμε τελείως. Ησυχία!!! Έξω όμως και πράγμα παράξενο, ήταν μαζεμένα πάνω από 20 γατιά απλωμένα και στραμμένα προς το μαγαζί. Στάθηκα για λίγο χωρίς να αλλάζει τίποτα και επέστρεψα στην άνεση του κρεβατιού, αλλά με τις αισθήσεις αρκετά τσιτωμένες.
Δεν πέρασε λίγη ώρα και τα νιαουρίσματα ακούστηκαν πιο έντονα και αυτή τη φορά, συνοδεύτηκαν από τις άλλες γάτες, αλλά και κάτι θόρυβοι παράξενοι. Σε χρόνο μηδέν βρέθηκα στη πόρτα και μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο. Ένα μικρό γατάκι, ένας θεός ξέρει πώς είχε βρεθεί ανάμεσα σε ένα κενό της βιτρίνας και του γραφείου. Σαλτάριζε όσο ψηλά μπορούσε, χωρίς ευτυχώς να γίνεται αντιληπτό από τον αισθητήρα κίνησης. Με τα νύχια του, προσπαθούσε να σκίσει το τζάμι και να βγει έξω στη φεγγαρόλουστη φωτεινή νύχτα για να πάει με την υπόλοιπη κομπανία για το καθιερωμένο τους κυνήγι. Έτσι και ξέφευγε λίγο, θα γίνονταν ο μεγάλος χαμός. Συναγερμός τηλέφωνα και άντε βρες άκρη.
Σε πρώτη φάση αφαιρέσαμε το συναγερμό και με υπερπροσπάθεια μετακινήσαμε το βαρύ πάγκο γραφείο και πριν προλάβουμε να το καθοδηγήσουμε προς την έξοδο, στριμώχτηκε κάτω από τα ράφια. απομακρυνθήκαμε, αλλά δεν έσκαγε μύτη και τελικά η κόρη μου το ανακάλυψε σε κάποιο δύσκολο σημείο. Έβαλε το χέρι της να πιάσει το τρομοκρατημένο γατάκι, ενώ έξω γίνονταν ο κακός χαμός από τα νιαουρίσματα, το γαύγισμα του σκύλου στην απέναντι φάρμα, που μάλλον ειδοποίησε τα δικά μας στη πίσω πλευρά του οικήματος που άρχισαν να γαβγίζουν σαν λυσσασμένα. Σαν να πατήθηκε κάποιος αόρατος συναγερμός, όλα τα σκυλιά της περιοχής άρχισαν να γαβγίζουν και οι γάτες σαν επιτροπή υποδοχής είχαν πλησιάσει στην είσοδο του μαγαζιού συμμετέχοντας στη γενική αγωνία.
Τελικά το γατάκι, μη έχοντας που αλλού να στραφεί, γαντζώθηκε πάνω στο χέρι της κόρης μου μπήγοντας τα νύχια του στο κρέας και δαγκώνοντας δεξιά και αριστερά σαν καθαριστήρας τζαμιών αυτοκινήτου. Και δεν έλεγε με τίποτα να ξεκολλήσει παρ' όλο που η πόρτα ήταν διάπλατα ανοιχτή.
Σαν λύση απελπισίας, του χούφτωσα τη μουσούδα, προσέχοντας να μην του κάνω κάποια ζημιά και μη βρίσκοντας άλλη λύση, γραπώθηκε στο χέρι μου φεύγοντας από το χέρι της κόρης μου.
Ο πόνος ήταν οξύς ανυπόφορος μεν αλλά υποφερτός δήθεν για λόγους ανδρισμού. Βγήκα έξω από το μαγαζί, ανάμεσα στις γάτες που ή με ευχαριστούσαν ή με βρίζανε. Που να ξέρω;
Ένα βουητό από αλυχτίσματα σκύλων, νιαουρίσματα, εμένα να βρίζω εκτός εαυτού και ένα γατάκι κατατρομαγμένο που το ρημάδι δεν ξεκόλλαγε αλλά δάγκωνε συνέχεια!!
Με τα πολλά τινάχτηκε από το χέρι μου και προσγειώθηκε ανάμεσα στις άλλες γάτες και όλες μαζί εξαφανίστηκαν πίσω από το σπίτι. στις καλαμιές
Και ω του θαύματος! Μετά από μερικά δυνατά γαυγίσματα από τα σκυλιά μας, σταμάτησαν και τα άλλα και μια ξαφνική ησυχία απλώθηκε στη περιοχή. Τι είδους επικοινωνία ήταν αυτή; λες και έπεσε σήμα για λήξη συναγερμού!
Καυτηρίασα το χέρι μου που είχε γίνει κιμάς από το μασούλημα και αυτό ήθελε κουράγιο για να ξεπεραστεί το ανυπόφορο τσούξιμο. Ευτυχώς που έμαθα στη φάμπρικα να βρίζω με άνεση και έτσι εκτονώθηκα. Μπαντάρισα το χέρι, ασφαλίσαμε το μαγαζί, βάλαμε πάλι το συναγερμό και ρίξαμε κάτι ύπνους ΑΑ!!
Σε λίγο ο ήλιος θα έδιωχνε τα σκοτάδια της νύχτας, όσα δεν μπορούσε να φωτίσει η πανσέληνος.
Μια καινούρια μέρα έφθασε!!
Χατζηκυπραίος Αργύρης